1. |
Βρυκόλακας
06:03
|
|||
-Γιατί Θανάση μου ήρθες εδώ
βουβός σα λείψανο στα μάτια ομπρός
Γιατί Θανάση μου βγαίνεις το βράδυ
ύπνος για ‘σένανε δεν είν' στον Άδη;
Στάσου μακρύτερα γιατί με σκιάζεις
Θανάση τί έκανα και με τρομάζεις.
Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα,
πες μου, δεν έλιωσες Θανάση ακόμα;
Λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου
σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, γιά ιδές, πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.
-Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα
μέσα στο μνήμα σου να πας ειν' ώρα.
-Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά.
-Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήρθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα
-Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί,
μου πήρε η κόλαση κειό το φιλί.
-Φεύγα και σκιάζομαι τ' άγριά σου μάτια,
το σάπιο κρέας σου πέφτει κομμάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα κείνα τα χέρια
απ' την αχάμνια τους λες κι ειν' μαχαίρια.
Ρίχνεται πάνω της και τηνε πιάνει
μέσα στα χείλια της το στόμα βάνει.
Τα έρμα στήθια της, τα ρούχα αρχίζει
που τα σκεπάζανε να τα ξεσκίζει.
Την εξεγύμνωσε, το χέρι απλώνει
μέσα στον κόρφο της άγρια το χώνει.
Μένει σα μάρμαρο, κρύος σα φίδι
τρέμει απ' τον φόβο του στο κατακλείδι.
Σά λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο
στα χέρια έπιασε τίμιο ξύλο.
Τη μαύρη γλίτωσε το φυλαχτό της,
καπνός εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω που φώναζε: Θανάση Βάγια.
|
||||
2. |
Λιάκαινα
05:17
|
|||
Πως λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι
έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα μες στων Τουρκών τα χέρια.
Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν
κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.
-Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι να πάρεις Τούρκον άντρα;
Να σ' αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;
-Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινήσει
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.
Κι ο Λιάκος την αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα
κοντοβαστά τον Μαύρο του, στέκει και τον ξετάζει.
-Δύνασαι, Μαύρε μ', δύνασαι να βγάλεις την κυρά σου;
-Δύναμαι , αφέντη μ', δύναμαι να βγάλω την κυρά μου.
Να μ' αβγατήσεις την ταή σαρανταπέντε χούφτες,
να μ' αβγατήσεις το κρασί σαρανταπέντε κούπες,
να δέσεις το κεφάλι σου με δεκαοχτώ μαντήλια,
να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου.
Βιτσιά δίνει τ' αλόγου του, στη μέση γιουρουστάει
και πάησε και την άδραξε, στο σπίτι του την πάει.
Κύριε, είναι μεσημέρι κι ακόμα δεν ξυπνήσατε
Κύριε, δεν πήρατε το πρωινό σας
Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες
Κύριε, ο ήλιος λάμπει, αστράφτει, βρέχει και χιονίζει
Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στο παράθυρό σας
Κύριε, μία μαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στο στήθος σας
Κύριε, πώς τρέχετε με το ποδήλατο!
Κύριε, είστε παγωμένος
Κύριε, έχετε πυρετό
Κύριε, είστε νεκρός;
-Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι να πάρεις Τούρκον άντρα;
Να σ' αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;
-Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινήσει
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.
Βιτσιά δίνει τ' αλόγου του, στη μέση γιουρουστάει
και πάησε και την άδραξε, στο σπίτι του την πάει.
|
||||
3. |
Ξάφνιασμα
03:37
|
|||
Δυο πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες,
τα χάλκινα -με τρείς ωπές- σουράβλια είχαν στα χείλη,
όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες
-ζυγά πιτσούνια πού 'παιζαν τό 'να το άλλο εφίλει.
Του φραμπάλά σου φτερωτή τότε η -σαΐτα- ρίγα
(των χρυσοκεντημάτων της -αράδα- παπαγάλων)
στις γάμπες σου ανελίχτηκε -γοργό ερπετό- που ερίγα
στο αλληλοκυνήγημα των άσπρων σου αστραγάλων.
Κι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών -στο σέρπιο μονοπάτι-
τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδος έρμου δάσου)
έμειναν τ' άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι
και τ' αλαφρό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμά σου...
|
||||
4. |
Λαχείο
03:51
|
|||
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί
με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταυροθόλωτοι
και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες,
τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα
κι επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά
(γι’ αυτούς βαρά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο,
καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαρειά
ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε
φαγούρες στο μπατζάκι.
Έξω ο κοσμάκης φώναζε:
“Πεινάμε τέτοιες μέρες”
γερόντοι και γερόντισσες,
παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών
σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν τα παράθυρα
και κράξαν: “Είστε αθέοι”.
|
||||
5. |
Βίκινγκ
04:08
|
|||
Μας έφερε ο Βίκινγκ που ήρθε με καϊκι πέρα απ το Βορρά
Μια πέτρα από ατλάζι που μυθική φαντάζει στα μάτια τα τυφλά.
Μας εφερε ο Βίκινγκ πού 'ρθε με δεκανίκι και με παλιές πληγές
Ένα μαστούρη μάγο, φτιαγμένο από πάγο να κάνει προσευχές.
Μας έφερε ο Βίκιγκ που δεν πληρώνει νοίκι και μένει μοναχός
Ένα βαθύ πηγάδι που οδηγεί στον Άδη αν είσαι τυχερός.
|
Σάτυροι - Satyrs Athens, Greece
Οι Σάτυροι είναι κάτι κατσικοπόδαροι με κέρατα και μακρουλά όργανα (φλάουτα, κιθάρες, σαξόφωνα...) που από το 2007 πιάνουν
καί τραγουδάνε κάτι ακατάληπτες ιστορίες για δράκουλες σε θρακιώτικους δρόμους, ροκ τσιφτετέλια και βιενέζικα walz.
Το 2013 κυκλοφόρησαν ένα δίσκο στις γύρω ενορίες και τον είπαν Σολ Γαλλία Τσάμικο
και το 2017 έναν δεύτερο και τον λένε Ιστορίες Τρόμου.
... more
Streaming and Download help
If you like Ιστορίες Tρόμου, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp