1. |
Αλήτης (The bum)
03:33
|
|||
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο ’κανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτεινής,
Που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωτός,
Και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
Αλήτη, δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος,
Απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο ’κανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
|
||||
2. |
Αναπνοή (Breath)
03:31
|
|||
Στα όνειρά σου δε ζητώ
νά 'ρχομαι κάθε απόβραδο όταν κοιμάσαι.
Θέλω μονάχα στα κρυφά
όταν γελάς καμιά φορά να με θυμάσαι.
Δε λέω ποτέ πως είναι αργά, με καίει πάντα αυτή η φωτιά
μα τώρα σβήνω.
Την τελευταία μας στιγμή υπάρχει μιά αναπνοή
και στην αφήνω.
|
||||
3. |
||||
-Θέλεις χρυσελεφάντινο θρόνο ψηλό να χτίσω
κι απάνω να σε στήσω βασίλισσα σωστή;
-Δε θέλω θρόνο ψεύτικο, πλάσμα του λογισμού σου,
εμένα φτάνει ο νούς σου τρελλέ τραγουδιστή.
-Θέλεις τα αστέρια του ουρανού να ρίξω στην ποδιά σου
κι έτσι με μιά ματιά σου ο κόσμος να σειστεί;
-Με φτάνουνε τα μάτια σου που σ' άλλους κόσμους βλέπουν
τ' άστρα, αυτά μου πρέπουν γλυκέ τραγουδιστή
-Θέλεις να φέρω απ τα βουνά το πιό παρθένο μυρο,
να στο σκορπίσω γύρω η γή να μυριστεί;
-Εγώ θέλω το άρωμα οπου σκορπάει η καρδιά σου,
δώσ μου τη και ξενοιάσου καλέ τραγουδιστή.
Και δίνει ο νέος τα μάτια του, το νού του, την καρδιά του
να πάρει η δέσποινά του ώς που να χορταστεί.
Τυφλός , χωρίς καρδιά και νού κυλάει στα πόδια εκείνης
-Αχ, τώρα τί θα γίνεις φτωχέ τραγουδιστή;
|
||||
4. |
||||
Άλλη μιά μέρα χαρακιά σ ένα ντουβάρι
μές στα χαλάσματα και γύρω σκοτεινιά.
Κι όσα χωράει το ξερό μου το κεφάλι
σα το νεράκι να κυλάνε μακρυά.
Καπνίζω γόπες του ουρανού που μου πετάξαν
για να νομίζω πως καπνίζω ουρανό.
Και στον καπνό τους το φαρμάκι τους μου στάξαν
για να ονειρεύομαι αυτά που δε μπορώ.
Αυτός ο κλοσμος που χωράει μες στο κεφάλι
είν ένα ψέμα που πληρώνεις το πρωί.
Όταν ξυπνάς μέσα στο μαύρο σου το χάλι
και περιμένεις το σκοτάδι για να ρθεί.
|
||||
5. |
||||
Εφ’ ω ετάχτηκ’ έκαστος –καθείς στο επάγγελμά του,
Σταφύλια κάνουν το κρασί κι ο Απρίλης τους λελέδες.
Και το βαπόρι (που όλο πάει και πάει –είν’ η δουλειά του)
κάνει στην μπάντα του –πουλιά- να πέτουν οι μηλαίδες.
Και κάτω συ –ένας Σατανάς με τρίαινα! Στις λάβες
καυτά στις φούχτες σου πηδάς τα γράδα του τριγύρου
κι ή τεθλασμένες αστραπών ξερνάς ή σπίθες μπλάβες,
με νωτιαίο σου μυελό –μιαν στήλην υδραργύρου…
Κάνει κανείς ό,τι του πάει. Κάνει η φωτιά τη στάχτη.
Σονέττα ο Κανελλόπουλος κι εσύ τα βάσανά σου.
Και στην καρδιά σου θερμαστή (καθείς εφ’ ω ετάχτη)
αυτήν σου την ηλεκτρικήν να μπήχτεις τρίαινά σου…
|
||||
6. |
||||
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρτα νανοιχτή, την πόρτα νανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλληκάρι.
"Ας είναι ας είναι, μάνα μου, κι α δε σ' ομολογήσω,
κι α δεν το πω τ' αφέντη μου, ν' αδικοθανατίσω.
Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις, και τι θα μολογήσεις;
Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω."
Και με το μόσκο το πλανά και με το λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το μπασε και σαν τ' αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλι ναίμα στάζει,
και στο τηγάνι το βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ' άρματά του,
φέρνει τα `λάφια ζωντανά, τα `γρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντη παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
"Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και πού ναι ο Κωσταντής μας;
Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα."
Φτερνιά δίνει τ' αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
"Δάσκαλε, πού ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω."
Φτερνιά δίνει τ' αλόγου του, `ς το σπίτι του πηγαίνει.
"Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;
Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θά `ρθει."
Φτερνιά δίνει τ' αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.
"Μάνα μου, που είναι ό Κωσταντης και που είναι το παιδί μου;
Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι α δεν το ιδώ ως το βραδύ θε νά παραλοήσω."
Φτερνιά δίνει τ' αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
"Σκύλα, και πού είν' ο Κωσταντης, ο μικροκωσταντϊνος;
Κάπου παγνίδι νεύρηκε και θελά παιγνιδίζει.
Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου."
Το συκωτάκι τού βαλε σ' ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιά νοπού βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
"Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός άπέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με."
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κι έκόντεψε να πέσει.
Μα ναντρεϊώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ' το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
"Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ' αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για νά ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για νά ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι."
|
||||
7. |
Νομοσχέδιο (Draft law)
03:28
|
|||
Ζητούν λοιπόν το σύνταγμα να καταργήσουν τώρα;
γαυγίζουν εκ του βήματος ολίγοι βουληφούροι,
εις εμφυλίους σπαραγμούς να ευρεθεί κι’ η χώρα
και του χρυσού Συντάγματος ν’ ανατραπούν οι όροι;
Είναι προδότης αληθής εκείνος που τολμήσει
τα νέα νομοσχέδια εν γνώσει να ψηφίσει.
Φρίξον και σύ του σεβαστού Κοινοβουλίου στέγη,
διότι έφθασε φρικτή και αποφράς ημέρα. . .
ακούς εκεί! κατά νομούς ο κόσμος να εκλέγει
τον προσφιλή του βουλευτήν, του έθνους τον πατέρα ;
Ακούς εκεί να σμικρυνθεί των βουλευτών το πλήθος ;
και τίνος νους δεν φρικιά και δεν βογγά το στήθος ;
Κ’ έχουν τωόντι δίκαιον οι φίλοι πατριώται,
διότι, αν δεν ψηφισθούν, και τι θα γίνουν τότε;
χωρίς προσόδους δι’ αυτούς θα φεύγει κάθε χρόνος,
κλειστή θα μένει γι’ αυτούς η θύρα του νυμφώνος,
θα χάσουν έτσι δωρεάν το τρώγειν και το πίνειν,
το σέβας, την υπόληψιν και την εμπιστοσύνην.
Ας σηκωθεί και ο λαός με πάταγον και κρότον
κι’ ας πετσοκόβεται κι’ αυτός υπέρ των καθεστώτων.
Αλλ’ όμως αν εγνώριζε γιατί καμπόσα φρούτα
φωνάζουν για το Σύνταγμα στο βήμα και στους δρόμους
ευθύς θα εσηκώνετο να ρίξει μες τη βούτα
κι’ αυτούς και το πολίτευμα και τους κειμένους νόμους.
Και αν δεν γίνουν βουλευταί, τι διάβολο θα κάνουν,
και πως λοιπόν τα προς το ζην κι’ αυτοί θ’ απολαμβάνουν;
Μπορεί εκείνος που ανήρ υπήρξε βουληφόρος
που έδερνε και ύβριζε κι’ εκλώτσα παραφόρως
και στο σκαμνί του σαν πασσάς ετέντωνε τα πόδια
να πάει τώρα ο πτωχός να ζευγαρώνει βώδια;
|
||||
8. |
Ομίχλη (The fog)
03:36
|
|||
9. |
Τσέλιγκας (The Shepherd)
04:38
|
|||
Ήθελα να ’μουν τσέλιγκας, να ’μουν κι ένας σκουτέρης,
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
να ’χω κοπάδι πρόβατα, να ’χω κοπάδι γίδια,
κι ένα σωρό μαντρόσκυλα, να ’χω και βοσκοτόπια
Το καλοκαίρι στα βουνά και τον χειμώ στους κάμπους.
Να `χω από πάλιουραν βορό και στρούγκα από ροδάμι,
να `χω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια,
να `χω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι,
Να `χω φλογέρα να λαλώ, ν’ αντιλαλούν οι κάμποι,
να `χω και κόρην όμορφη στεφανωτή μου να `χω,
να μου βοηθάει στο σάλαγο, να μου βοηθάει στα γρέκια,
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
Στης ρεματιάς τη χλωρασιά, μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους.
|
||||
10. |
Φρενοκομείο (Madhouse)
03:57
|
|||
Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!
Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».
Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.
Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα!
ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ
καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα
θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ.
Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων!
Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων!
Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,
παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!...
Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,
κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς
πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,
Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα.
|
||||
11. |
Φρόσω (Froso)
04:04
|
Σάτυροι - Satyrs Athens, Greece
Οι Σάτυροι είναι κάτι κατσικοπόδαροι με κέρατα και μακρουλά όργανα (φλάουτα, κιθάρες, σαξόφωνα...) που από το 2007 πιάνουν
καί τραγουδάνε κάτι ακατάληπτες ιστορίες για δράκουλες σε θρακιώτικους δρόμους, ροκ τσιφτετέλια και βιενέζικα walz.
Το 2013 κυκλοφόρησαν ένα δίσκο στις γύρω ενορίες και τον είπαν Σολ Γαλλία Τσάμικο
και το 2017 έναν δεύτερο και τον λένε Ιστορίες Τρόμου.
... more
Streaming and Download help
If you like Σάτυροι - Satyrs, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp